αντιαφροδισιακός

αντιαφροδισιακός
-ή, -ό
1. αυτός που παρεμποδίζει την εξάπλωση των αφροδίσιων νοσημάτων
2. εκείνος που ανακόπτει τη σεξουαλική δραστηριότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”